- σωφρονίζειν
- σωφρονίζωrecallpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωφρονίζω — ΝΜΑ [σώφρων, ονος] καθιστώ σώφρονα κάποιον, συνετίζω, τόν κάνω να βάλει γνώση (α. «δεν μπόρεσε κανείς να τόν σωφρονίσει» β. «τοὺς πονηροτάτους τὰς γε συμφορὰς σωφρονίζειν λέγουσι», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πάθη, ορμές) καθιστώ ηπιότερο, καταστέλλω … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek